Οδυσσέας:
Θαλασσινό πουλί,
να γείρω στα φτερά σου το κεφάλι
εκεί που τελειώνει η μέρα να έχω ήδη ταξιδέψει
εκεί που αρχίζει το τραγούδι πες μου πάλι,
ξανθό ακροθαλάσσι,
εσύ, γοργόνα με τα δακρυσμένα μάτια
πού πήγε το όνειρό μου;
Να ήταν κύμα στο ποτήρι των θεών,
ποτό απ’ το μεθύσι τους,
στεγνό αεράκι στα μαλλιά τα εφηβικά
και σκόρπισε η ζωή μου απ’ τη φύση τους;
Λευκοθέα:
Λίκνισμα, αθώο, αχτίδας φεγγαριού
ήταν
πάνω στο κορμί του ωκεανού
και χάθηκε.
Μα αν είδες το φως,
αν άκουσες των άστρων το ταξίδι,
τα όνειρα ξανάρχισαν για σένα
μολονότι οι άνεμοι σφυρίζουν, αδιάφοροι, το σκοπό τους
και οι θεοί κοιτάζουν, μεθυσμένοι, το ποτό τους.
Οδυσσέας:
Δεν είμαι εγώ για να χαθώ, φοβάμαι.
Λευκοθέα:
Τα ταξίδι σου θα είναι τολμηρό, λυπάμαι,
όμως το ακροθαλάσσι μη ρωτήσεις
αν το χρυσάφι όλης της γης θα συναντήσεις
γιατί δεν το ονειρεύτηκες ποτέ.
Δεν σου αξίζει τέτοια λευτεριά.
Οδυσσέας:
Σε παρακαλώ, μη φεύγεις
εσύ ήσουν το όνειρό μου
και το ταξίδι στο μυαλό και στου κορμιού το κάθε κύτταρο
με σένα οδηγό μπορεί να γίνει.
Ήμουν σταγόνα απ’ το δάκρυ σου,
κόκκος ασήμι απ’ τον ίσκιο των ασημένιων σου μαλλιών,
άγριο θρόισμα, Αυγουστιάτικο, στα φύλλα σου.
Έτσι όπως μονάχα η νύχτα ξέρει
λιμάνια πρωτόγνωρα να φτιάχνει
από παθιασμένες ανάσες,
σε αποζήτησα.
Έγινα κουρσάρος, έφερα θάνατο,
νεκρική σιωπή πάνω στον αφρό σου
τήρησα στη ζωή μου
σαν ένα πλοίο που δε θα σαλπάρει ποτέ.
Μια τέτοια λευτεριά μου αρμόζει
μα πώς να τη μοιράσω
σε γοργόνες και ακροθαλασσιές καλοκαιριού
εσύ το ξέρεις.
Μη φεύγεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου